περιπωμασθῇ

περιπωμασθῇ
περιπωμάζω
cover with a lid all over
aor subj pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπωμάζω — ΜΑ καλύπτω κάτι εντελώς με πώμα («δέον τὰ στόμια ἤ περιοικοδομῆσαι ἤ περιπωμάσαι», Φίλ.) αρχ. παθ. περιπωμάζομαι α) καλύπτομαι εντελώς β) περικλείομαι («ἀποπνίγονται... ἐὰν περιπωμασθῇ ὀλίγος ἀήρ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πωμάζω (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”